- εξισλάμιση
- ηο εξισλαμισμός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξισλάμιση — η [εξισλαμίζω] ο εξισλαμισμός … Dictionary of Greek